- φάκελο
- και εσφ. γρφ. φάκελλο, το, Νο φάκελος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φάκελος με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εσώκλειστος — η, ο 1. αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε κάτι, κυρίως σε φάκελο επιστολής («εσώκλειστος λογαριασμός»). επίρρ... εσωκλείστως και α μέσα σε κάτι, ιδίως σε φάκελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εσω κλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1824 στα Έγγραφα Ελληνικής… … Dictionary of Greek
φακελώνω — φακελῶ, όω, ΝΜ, και εσφ. γρφ. φακελλώνω Ν [φάκελος / φάκελλος] κλείνω επιστολή ή έγγραφο σε φάκελο νεοελλ. σχηματίζω φάκελο με την συγκέντρωση εγγράφων και στοιχείων που αναφέρονται σε ορισμένο θέμα ή στην βιογραφία και την πολιτική, κυρίως,… … Dictionary of Greek
έγκλειστος — η, ο (Μ ἔγκλειστος, ον) ο κλεισμένος, περιορισμένος σ έναν τόπο («έγκλειστος οικοτροφείου, φρενοκομείου») νεοελλ. (για επιστολή) αυτός που περιλαμβάνεται στον ίδιο φάκελο με την επιστολή («έγκλειστη επιταγή, αναφορά») μσν. το αρσ. ως ουσ. ὁ… … Dictionary of Greek
αερόγραμμα — το επιστολή ειδικής μορφής (όταν διπλωθεί, η εξωτερική της πλευρά αποτελεί και τον φάκελο με το γραμματόσημο), που μεταφέρεται με το αεροπορικό ταχυδρομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀήρ –έρος + γράμμα, πρβλ. αγγλ. aerogram] … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… … Dictionary of Greek
εγκλείω — (AM ἐγκλείω Α και ἐγκλῄω) κλείνω μέσα, κλειδώνω, περιορίζω, φυλακίζω νεοελλ. 1. (για επιστολές) βάζω κάτι μέσα στον ίδιο φάκελο 2. μτφ. περιέχω, περιλαμβάνω … Dictionary of Greek
επιστολή — η (AM ἐπιστολή) [επιστέλλω] γραπτή ανακοίνωση ή μήνυμα, συνήθως σε τυποποιημένο φύλλο χαρτιού, που αποστέλλεται ή επιδίδεται μέσα σε φάκελο νεοελλ. φρ. 1. (αναλόγως τού περιεχομένου) α) «ευχετήρια επιστολή, συλλυπητήρια, απαντητική» κ.λπ. β)… … Dictionary of Greek
επισυνάπτω — (AM ἐπισυνάπτω) [συνάπτω] προσθέτω, συνάπτω σε κάτι νεοελλ. 1. συνδέω, προσαρτώ (και συνήθως κλείνω στον ίδιο φάκελο) έγγραφο, επιταγή, σημείωμα, σχέδιο κ.λπ. σε επιστολή, αίτηση ή διαβιβαστικό έγγραφο 2. υποβάλλω πιστοποιητικό, έγγραφο κ.λπ.… … Dictionary of Greek
εσωκλείω — κλείνω μέσα σε κάτι, ιδίως σε επιστολή, σε φάκελο («σού εσώκλεισα 100 δραχμές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + κλείω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek